-
1 ορόσημο
[оросимо] ουσ. о. пограничный столб, межевой знак.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ορόσημο
-
2 веха
вех||аж1. τό ὁρόσημο, τό ὀροθέσιο, τό σύνορο:ставить \вехаи ὀροσημαίνω, βάζω ὀρόσημα·2. перен ὁ σταθμός, τό ὁρόσημο:важная \веха в истории σημαντικός σταθμός στήν ἰστορία· ◊ смена вех ἡ ἀλλαγή κατεύθυνσης, ἡ ἀλλαγή προσανατολισμού. -
3 веха
-и θ.μετρητικός πάσσαλος, όριο, σύνορο, διαχωριστική γραμμή, ορόσημο. || μτφ. όριο, σταθμός•светлая веха в истории человечества φωτεινό ορόσημο στην ιστορία της ανθρωπότητας.
-
4 веха
1. геод. το ορόσημοτο οροθέσιο2. мор. о στηλοειδής σημαντήραςο πασ-σαλοσημαντήραςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > веха
-
5 ориентир
το σημείο αναφοράςτο χαρακτηριστικό σημείοτο αναγνωριστικό σημείοконтрольный - ав. το σημείο ελέγχουназемный - ав. επίγειο -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ориентир
-
6 отметка
1. (метка, знак) το σήμα, το σημείο, το σημάδι, (рлк) το στίγμαреперная - το σημείο χωροστάθμισης, το ορόσημο2. (оценка) о βαθμός 3. (действие, оговорка запись) το (υπο)σημείωμα, ο όροςτο άρθροконосамент с - ой «фрахт подлежит уплате грузополучателем» φορτωτική με - «ναύλος πληρωτέος εις τον προορισμόν υπό του παραλήπτου»Русско-греческий словарь научных и технических терминов > отметка
-
7 межевой
межев||ойприл ὁροθετικός:\межевойо́й столб τό ὁρόσημο, ἡ ὁροθετική στήλη. -
8 столб
столбм1. ὁ στύλος:межево́й \столб τό ὀροθέσιο[ν], τό σύνορο[ν]· дорожный \столб ὁ ὀδοδείκτης, ὁ χιλιομετροδείκτης· пограничный \столб τό ὀρόσημο[ν]· телеграфный \столб τό τηλεγραφόξυλο, ὁ τηλεγραφικός στύλος·2. (воды, воздуха) ἡ στήλη-◊ позвоночный \столб ἡ σπονδυλική στήλη, ἡ ραχοκοκκαλιά· ставить к позорному \столбу́ στηλιτεύω. -
9 веха
[βιέχα] ουσ. θ. ορόσημο -
10 веха
[βιέχα] ουσ θ ορόσημο -
11 вешка
-и θ.σημαδάκι, συνοράκι, μικρό ορόσημο. -
12 столб
-а α.στύλος•телеграфный столб τηλεγραφικός στύλος, τηλέγραφο ξύλο.
|| δείκτης, ορόσημο. || στήλη•столб пыли, дыма στήλη κον ι-ορτού, καπνού.
См. также в других словарях:
ορόσημο — το 1. σήμα από λίθο ή άλλο υλικό που τοποθετείται για να δείχνει τα όρια μιας έκτασης στην ξηρά ή στη θάλασσα, οροθέσιο 2. μτφ. οριακό γεγονός, καθοριστικό συμβάν («ο Β Παγκόσμιος πόλεμος ήταν ένα ορόσημο για την ιστορία τού 20ού αιώνα»). [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek
ορόσημο — το λιθάρι, πάσσαλος, μικρή κολόνα που δείχνει σύνορο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
επιγραφή — Λέξεις ή φράσεις χαραγμένες, γραμμένες, ζωγραφισμένες ή τυπωμένες σε ποικίλα υλικά. Οι αρχαίοι πολιτισμοί άφησαν πολυάριθμες ε. δημόσιου ή ιδιωτικού χαρακτήρα: συνθήκες, ψηφίσματα, απογραφές, καταχωρήσεις πωλήσεων, λογαριασμούς, αναθηματικές ε.,… … Dictionary of Greek
κεραμεικός — Αρχαίος δήμος της Αθήνας. Βρισκόταν στα βορειοδυτικά κράσπεδα της πόλης, στην κοιλάδα που διέσχιζε ο Ηριδανός. Η ονομασία, που χρησιμοποιείται και για τη σύγχρονη συνοικία της Αθήνας, προήλθε από τον ήρωα Κέραμο, γιο του Διονύσου και της Αριάδνης … Dictionary of Greek
όρος — Το υγρό μέρος του αίματος, κίτρινου χρώματος, ρευστό σχεδόν σαν το νερό, που αποχωρίζεται μετά την εκτός του σώματος πήξη και συστολή του θρόμβου του αίματος. Διαφέρει από το πλάσμα, γιατί δεν περιέχει ινωδογόνο και προθρομβίνη, ουσίες που μένουν … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Οικονομία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΝΕΟΤΕΡΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Η περίοδος 1830 1992 Η Επανάσταση του 1821 οδήγησε στην επίσημη ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, το 1830, κατόπιν της επέμβασης των Προστάτιδων Δυνάμεων (Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας). Η χώρα τότε περιελάμβανε την… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Σύγχρονη) — Η ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ 19ου & ΤΟΥ 20ού αι. Εξετάζοντας την ελληνική εικαστική δημιουργία σήμερα, μπορούμε να καταλήξουμε στις εξής παραδοχές: α) παρουσιάζει έργα με μεγάλο… … Dictionary of Greek
Νάος — Ο χώρος που είναι αφιερωμένος στη λατρεία του θεού, η κατοικία του θεού. Η έννοια του ν. συνδέεται γενικά με την έννοια του ιερού που, πιθανότατα, προηγείται και που σημαίνει έναν χώρο, συνήθως φυσικό, όπου η θεότητα εκδηλώνει την παρουσία και τη … Dictionary of Greek
αλφάβητο — Κάθε σύστημα γραφής μιας γλώσσας, με την ευρεία έννοια. Πιο ειδικά, είναι το σύνολο των σημείων που χρησιμοποιούνται για τις αλφαβητικές γραφές, οι οποίες διακρίνονται από τις ιδεογραφικές ή τις συλλαβογραφικές. Στην αλφαβητική γραφή, κάθε απλός… … Dictionary of Greek